λιμηρός

λιμηρός
(I)
λιμηρός, -ά- -όν (Α)
πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείνα («πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ' εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μελετ-ηρός, υδατ-ηρός)].
————————
(II)
λιμηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός πού έχει καλό λιμένα, ευλίμενος
2. (ειδικά) το θηλ. επίθετο τής Επιδαύρου στη Λακωνία («εὐλίμενον δὲ οὖσαν, βραχέως... λιμηράν εἰρῆσθαι, ὡς ἂν λιμενηράν», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν + κατάλ. -ηρός, αντί τού αναμενόμενου τ. *λιμενηρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιμηρά — λῑμηρά , λιμηρός 1 hungry neut nom/voc/acc pl λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc/acc dual λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry neut nom/voc/acc pl λιμηρά̱ , λιμηρός 2 hungry fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρόν — λῑμηρόν , λιμηρός 1 hungry masc acc sg λῑμηρόν , λιμηρός 1 hungry neut nom/voc/acc sg λιμηρός 2 hungry masc acc sg λιμηρός 2 hungry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρᾶς — λῑμηρᾶς , λιμηρός 1 hungry fem gen sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρᾷ — λῑμηρᾷ , λιμηρός 1 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηράν — λῑμηρά̱ν , λιμηρός 1 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) λιμηρά̱ν , λιμηρός 2 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρῆς — λῑμηρῆς , λιμηρός 1 hungry fem gen sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρή — λῑμηρή , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρήν — λῑμηρήν , λιμηρός 1 hungry fem acc sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”