λιμηρά — λῑμηρά , λιμηρός 1 hungry neut nom/voc/acc pl λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc/acc dual λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry neut nom/voc/acc pl λιμηρά̱ , λιμηρός 2 hungry fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρόν — λῑμηρόν , λιμηρός 1 hungry masc acc sg λῑμηρόν , λιμηρός 1 hungry neut nom/voc/acc sg λιμηρός 2 hungry masc acc sg λιμηρός 2 hungry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρᾶς — λῑμηρᾶς , λιμηρός 1 hungry fem gen sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρᾷ — λῑμηρᾷ , λιμηρός 1 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηράν — λῑμηρά̱ν , λιμηρός 1 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) λιμηρά̱ν , λιμηρός 2 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρῆς — λῑμηρῆς , λιμηρός 1 hungry fem gen sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρή — λῑμηρή , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρήν — λῑμηρήν , λιμηρός 1 hungry fem acc sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή … Dictionary of Greek